Ταυτόχρονα, τονίζει ότι αυτό το φαινόμενο δεν είναι πρωτόγνωρο, αφού επαναλαμβάνεται περίπου μια φορά, ανά 10 έως 15 χρόνια. Περιγράφοντας αναλυτικά στο ΑΠΕ - ΜΠΕ ο Θανάσης Αργυρίου, το πώς δημιουργήθηκε και εκδηλώθηκε το κύμα κακοκαιρίας τονίζει:
«Τις ημέρες που προηγήθηκαν της κακοκαιρίας, έπνεαν στην περιοχή νότιοι άνεμοι. Αυτοί είναι θερμότεροι και λόγω επίσης της διέλευσής τους πάνω από τη θάλασσα, πριν φθάσουν στην Ελλάδα, είναι φορτισμένοι με υδρατμούς. Αμέσως μετά, εισέβαλαν στη χώρα μας από βορρά, αέριες μάζες από τον Βόρειο Πόλο. Αυτές είναι πολύ ψυχρές. Έτσι λοιπόν οι υδρατμοί στην ατμόσφαιρα συμπυκνώθηκαν, και λόγω της πολύ χαμηλής θερμοκρασίας των πολικών αερίων μαζών, κατακρημνίστηκαν με μεγάλη ένταση, κυρίως ως χιόνι, αλλά και ως χαλάζι, κατά περιοχές».
Απαντώντας στο ερώτημα γιατί εκδηλώθηκαν χιονοπτώσεις ακόμα και σε νότιες παραθαλάσσιες περιοχές, ο Θανάσης Αργυρίου αναφέρει ότι «η ψυχρή εισβολή έφτασε αρκετά νότια, έως και νοτιότερα της Κρήτης και αυτό είναι που εξηγεί τη χιονόπτωση και τις χαμηλές θερμοκρασίες, ακόμη και σε περιοχές με ήπιους χειμώνες».
Απαντώντας σε άλλο ερώτημα, για το εάν δηλαδή μπορεί να ευθύνεται η κλιματική αλλαγή, ο Θανάσης Αργυρίου σημειώνει ότι «τα υπάρχοντα στοιχεία δεν συνηγορούν στο να συνδέσουμε το φαινόμενο με την κλιματική αλλαγή».
Μάλιστα, όπως εξηγεί στη συνέχεια, είναι κάτι το οποίο επαναλαμβάνεται περίπου μια φορά ανά 10 έως 15 χρόνια. Παράλληλα αναφέρει ότι «δεν έχουμε κάποια ένδειξη, προς το παρόν, ότι η περίοδος επανάληψης του φαινομένου έχει μικρύνει. Χρειάζεται να περάσουν πολλά χρόνια, τουλάχιστον 30, κατά τα οποία θα πρέπει να παρατηρήσουμε στατιστικώς σημαντική αύξηση της συχνότητας εμφάνισης του φαινομένου, ώστε να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα».
Σχετικά με μέτρα προστασίας που θα πρέπει να παίρνει η πολιτεία, ο Θανάσης Αργυρίου λέει ότι «σε κάθε περίπτωση, η πολιτεία θα πρέπει πάντα να είναι προετοιμασμένη». Όσον αφορά στους πολίτες, σημειώνει ότι «δεν εκτίθεται κανείς στην κακοκαιρία χάριν παιδιάς, διότι οι κίνδυνοι είναι υπαρκτοί». 'Αλλωστε, όπως προσθέτει, «δεν μπορεί το κράτος να έχει έναν υπάλληλο πίσω από κάθε πολίτη».