Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com
Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα του 1939 και στους Λαρισαίους είχε κάνει αίσθηση μια ασυνήθιστη κίνηση και ανησυχία που είχε καταλάβει εκείνο το διάστημα τις τοπικές αρχές. Η περιέργεια ήταν μεγάλη. Και επειδή συνήθως τίποτε δεν μπορεί να μείνει κρυφό για πολύ, άρχισε να σιγοψιθυρίζεται ότι κάποια σπουδαία προσωπικότητα θα επισκεπτόταν μυστικά την πόλη. Υποψιάσθηκαν κάτι, γιατί ήταν ήδη γνωστό από τα λιγοστά ραδιόφωνα της εποχής και τις εφημερίδες, ότι ο βασιλιάς της Αλβανίας Ζώγου αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του και να καταφύγει στην Ελλάδα, αφού ο Μουσολίνι ετοιμαζόταν να αποβιβάσει στην Αλβανία ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, με σκοπό να τον καθαιρέσει και να προσφέρει το στέμμα του στον βασιλιά της Ιταλίας.Οι προετοιμασίες των αρχών επικεντρώνονταν στον σιδηροδρομικό σταθμό και αυτό οδήγησε πολλούς περίεργους πολίτες να κατηφορίσουν προς τον σταθμό των ΣΕΚ (σήμερα ΟΣΕ), για να παρακολουθήσουν το θέαμα της αποβίβασης των «υψηλών προσώπων». Εκεί επιβεβαιώθηκε ότι πράγματι αναμενόταν η αμαξοστοιχία που θα έφερνε από το Πλατύ τον τέως βασιλιά της Αλβανίας με τη συνοδεία του, γιατί εν τω μεταξύ είχαν πληροφορηθεί και την παρουσία του Αλβανού πρεσβευτή στην Ελλάδα Λάτσι.
Ο Αχμέτ Ζώγου (1895 – 1961) γεννήθηκε στην Αλβανία το 1895. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια γαιοκτημόνων και ήταν οθωμανός υπήκοος. Το κανονικό του όνομα ήταν Αχμέτ Ζόγγολι και το 1922 το άλλαξε σε Ζώγου, που σημαίνει στα αλβανικά πουλί. Σε μικρή ηλικία πήγε στην Κωνσταντινούπολη για τις βασικές σπουδές στο Σουλτανικό Λύκειο. Έπειτα συνέχισε τις ανώτερες σπουδές στην οθωμανική στρατιωτική σχολή του Μοναστηρίου και το 1912 με το ξέσπασμα των Βαλκανικών πολέμων επανήλθε στην Αλβανία. Στράφηκε στην πολιτική και αργότερα διετέλεσε διαδοχικά πρωθυπουργός, πρόεδρος της χώρας και το 1928 αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς. Σαν ηγέτης της χώρας υπήρξε ευφυής και αρκετά ενεργητικός, όμως υστερούσε απελπιστικά στον τομέα της διπλωματίας. Εν τω μεταξύ κανένας από τους βασιλικούς οίκους της Ευρώπης δεν τον αναγνώριζε ως αρχηγό βασιλικής δυναστείας και για ξεπεράσει το εμπόδιο αυτό, αναζήτησε εναγωνίως σύζυγο από ευγενή οίκο της Ευρώπης. Τελικά τον Απρίλιο του 1938 νυμφεύθηκε[1]την κόμισσα Γεραλδίνη, του οίκου της Αυστροουγγαρίας, με την οποία απέκτησε στις 5 Απριλίου 1939 τον πολυπόθητο διάδοχό του θρόνου, τον Λέκκα. Δύο ημέρες αργότερα, στις 7 Απριλίου 1939, με την εκδήλωση της ιταλικής εισβολής και αφού είδε πως κάθε προσπάθειά του για δημιουργία οργανωμένης αντίστασης ναυάγησε, παραιτήθηκε από τον θρόνο του και σε συνεννόηση με την κυβέρνηση Μεταξά έπαιρνε το δρόμο της εξορίας προς την Ελλάδα[2], έχοντας μαζί του τη λεχώνα γυναίκα του με το μόλις δύο ημερών βρέφος στην αγκαλιά της, τις δύο ανύπαντρες αδελφές του, τον πρωθυπουργό, υπουργούς, αυλικούς και διάφορα άλλα άτομα, που όλοι μαζί ήταν περίπου 100-120 άτομα. Το κυριότερο όμως, κουβαλούσε μαζί του ένα καθόλου ευκαταφρόνητο χρηματικό ποσό, αλιευμένο από τα κρατικά ταμεία, καθώς και τα βαρύτιμα κοσμήματα της βασιλικού οίκου του, τα οποία επιτηρούσε σε όλο το ταξίδι ο ίδιος προσωπικά.
Από τη Φλώρινα ξεκίνησε σιδηροδρομικώς και αφού άλλαξε γραμμή στο Πλατύ, έφθασε γύρω στις δύο τα μεσάνυχτα στη Λάρισα, όπου τον υποδέχθηκαν οι επίσημοι με επικεφαλής τον διευθυντή της Νομαρχίας Στέλλιο Βαφειάδη και ο πρεσβευτής του στην Αθήνα. Εν τω μεταξύ η Νομαρχία είχε ειδοποιηθεί και εξασφάλισε καταλύματα για την βασιλική οικογένεια και τους ακολούθους της. Το νεόδμητο τότε ξενοδοχείο «Ολύμπιον», που ήταν για την εποχή του πολυτελέστατο και το λειτουργούσε ο επιχειρηματίας Γεώργιος Γάκος, κλείσθηκε ολόκληρο για να φιλοξενήσει τη βασιλική οικογένεια, τους αυλικούς και τον πρωθυπουργό Κόττα. Μάλιστα μπροστά από την πόρτα του «Ολύμπιου» τοποθετήθηκε φρουρά. Για τους υπόλοιπους κλείσθηκαν δωμάτια σε άλλα ξενοδοχεία. Μετά τις διαδικασίες υποδοχής όλοι κατευθύνθηκαν στα ξενοδοχεία τους, εκτός από την βασιλική οικογένεια η οποία διανυκτέρευσε στην αμαξοστοιχία, μάλλον για ευνόητους λόγους, και την επόμενη ημέρα, Μεγάλη Παρασκευή, γύρω στις 11,οι συγκεντρωμένοι στον σιδηροδρομικό σταθμό Λαρισαίοι παρακολούθησαν ένα θέαμα, το οποίο περιγράφει γλαφυρά ο Κώστας Περραιβόςπου ήταν και τότε έγκριτος δημοσιογράφος: «Όταν η βασίλισσα και οι πριγκίπισσες έφυγαν, στην έξοδο του σταθμού πλεύρισε ένα μικρό φορτηγό αυτοκίνητο. Από την αμαξοστοιχία κατέβηκε ο Ζώγου, και καμιά δεκαριά Αρβανίτες φαντάροι άρχισαν να κατεβάζουν από το διαμέρισμά του μικρά ξύλινα κιβώτια, που παρ’ όλο το μικρό τους μέγεθος φαίνεται να ήταν βαρύτατα, γιατί χρειάζονταν δύο φαντάροι για το καθένα. Ο Ζώγου παρακολουθούσε τη φόρτωσή τους στο φορτηγάκι και όταν αποτέθηκε και το τελευταίο, έκλεισε την πίσω πόρτα και ανέβηκε και κάθισε δίπλα στον οδηγό. Δύο άλλα φορτηγά πήραν τους Αλβανούς αξιωματικούς και φαντάρους και ξεκίνησαν για την πόλη. Δεν χρειάσθηκε να δοθεί καμιά εξήγηση γιατί ο Ζώγου έδειχνε τόσο ενδιαφέρον για την μεταφορά και φόρτωση των κιβωτίων και γιατί επιβιβάσθηκε και ο ίδιος στο φορτηγό. Όλοι κατάλαβαν ότι τα κιβώτια περιείχαν τον δημόσιο θησαυρό της Αλβανίας, που ο Ζώγου πήρε μαζί κατά την φυγή του. Με το ίδιο ενδιαφέρον παρακολούθησε και την εκφόρτωση των κιβωτίων εμπρός από το «Ολύμπιον» και την μεταφορά τους στο δωμάτιό του».[3]
Λίγες ημέρες μετά την άφιξή τους η βασίλισσα που ήταν λεχώνα, παρουσίασε πυρετό και κλήθηκε ο γυναικολόγος ιατρός της Λάρισας Αθαν. Ρίζος, ο οποίος πρόσφερε τις υπηρεσίες του. Λέγεται ότι Ζώγου έβγαινε πολύ αραιά από το δωμάτιο του ξενοδοχείου, ενώ αντίθετα οι αδελφές του έπαιρναν ένα από τα τρία αυτοκίνητα που είχε κρατήσει ο βασιλιάς και γύριζαν την πόλη. Τα αυτοκίνητα στάθμευαν στο γκαράζ του Γιάννη Σκρέτα. Εκτός από την πολυτελέστατη Μερσεντές που του είχε δωρίσει ο Χίτλερ, τα άλλα δύο αυτοκίνητα θέλησαν να τα πουλήσουν, αλλά τα ποσά που ζητούσαν ήταν τόσο μεγάλα ώστε δεν βρέθηκε τουλάχιστον στη Λάρισα αγοραστής. Εν τω μεταξύ οι φήμες για τον θησαυρό που μετέφερε μαζί του και είχε αποθηκευμένο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου «Ολύμπιον», ήταν καθημερινό θέμα συζήτησης για του Λαρισαίους. Ήταν ένα γεγονός που εξήπτε τη φαντασία τους και γύρω απ’ αυτό διαδόθηκαν διάφορες απίθανες ιστορίες που γέμιζαν με μυστήριο της καθημερινή ανιαρή ζωή των Λαρισαίων παραμονές του πολέμου.
Αρχές Ιουλίου η οικογένεια με το νεογνό, λόγω ζέστης, μετακόμισε με την άδεια της κυβέρνησης στο πολυτελέστατο ξενοδοχείο της Πορταριάς του Πηλίου «Θεοξένεια» για το καλοκαίρι και έτσι η Λάρισα στερήθηκε της παρουσίας ενός άνακτα, έστω και εξόριστου. Το φθινόπωρο εγκατέλειψαν την Ελλάδα και πρώτη τους δουλειά ήταν να ασφαλίσουν με καταθέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς του εξωτερικού τον θησαυρό τους. Πήγαν σε πολλές χώρες και κατέληξαν στο Παρίσι. Εν τω μεταξύ είχε αρχίσει ο πόλεμος και με την κατάληψη του Παρισιού από τους Γερμανούς η βασιλική οικογένεια της Αλβανίας κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια. Μετά το τέλος του πολέμου, οπότε στην Αλβανία το καθεστώς μετατράπηκε σε κομμουνιστικό, ο Ζώγου καθαιρέθηκε και επίσημα. Αργότερα έζησε για μικρό χρονικό διάστημα στις ΗΠΑ και αργότερα στην γαλλική Ριβιέρα. Πέθανε τον Απρίλιο του 1961 στη Γαλλία σε ηλικία 66 ετών.
Ο γιος του Ζώγου, Λέκκα, έζησε την μεγαλύτερη διάρκεια της ζωής του στην Ν. Αφρική. Το 2002, έπειτα από συμφωνία με την αλβανική κυβέρνηση, η βασίλισσα Γεραλδίνη με τον γιό της Λέκκα και την οικογένειά του επέστρεψαν στην Αλβανία. Τον Νοέμβριο του 2012 έγινε και η μετακομιδή των λειψάνων του βασιλιά Ζώγου σε ειδικό βασιλικό μαυσωλείο στα Τίρανα.
Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι το γεγονός της παρουσίας του βασιλιά της Αλβανίας Ζώγου στη Λάρισα δεν αναφέρεται στις προσιτές ιστορικές πηγές. Όμως το γεγονός είναι αναμφισβήτητο, οι παλαιότεροι Λαρισαίοι θα το έχουν ακούσει, ενώ οι πολύ μεγάλοι να διατηρούν έστω και κάποια αμυδρή ανάμνηση.
[1]. Ο Χίτλερ προσκλήθηκε αλλά δεν παρευρέθηκε στη γαμήλια ένωση, όμως προσέφερε σαν γαμήλιο δώρο μια αστραφτερή και κατακόκκινη Mercedes, την οποία κυκλοφόρησε και στους δρόμους της προπολεμικής Λάρισας.
[2]. Η ελληνική κυβέρνηση άνοιξε μεν τα σύνορα και προσέφερε άσυλο στον βασιλιά Ζώγου και την ακολουθία του, αλλά του διεμήνυσε ότι θα κατευθυνθούν στη Λάρισα. Δεν του επέτρεψαν να ταξιδεύσει στην Αθήνα, για να μην υπάρξει παρεξήγηση με την Ιταλία ότι προσφέρει η χώρα μας άσυλο στους εχθρούς της. Μάλιστα συμφωνήθηκε ότι η παραμονή τους δεν θα έπρεπε να παραταθεί για πολύ.
[3]. Ολύμπιος (Κώστας Περραιβός), Ο Αχμέτ Ζώγου και ο «απαχθείς» θησαυρός, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 16ης Ιουνίου 1975.