Ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος έχει ζητήσει από τον Πρωθυπουργό κ. Αλέξη Τσίπρα να ενεργήσει έτσι ώστε στο πλαίσιο της επιδιωκομένης συμφωνίας περί του ονόματος να υπάρξει μέριμνα και για την αντίστοιχη ονομασία της σχισματικής – αυτοαναγορευθείσης ως «μακεδονικής» - Εκκλησίας των Σκοπίων, από τον τίτλο της οποίας πρέπει να απαλειφθεί ο όρος «Μακεδονία» και τα παράγωγά του.
Το εκκλησιαστικό πρόβλημα των Σκοπίων – ως παράμετρος του «Μακεδονικού» ζητήματος - ξεκίνησε το 1941, όταν η ορθόδοξη Εκκλησία του μέχρι τότε Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας, δηλαδή η Επισκοπή Ζλετόβου - Στρωμνίτσης, Αχρίδος - Βιτωλίων και η Μητρόπολη Σκοπίων, αποτελούσε επαρχία του Πατριαρχείου της σερβικής Εκκλησίας. Με την κατάληψη της περιοχής από τους Γερμανούς οι σέρβοι ιεράρχες της, όπως ο νόμιμος και κανονικός μητροπολίτης Σκοπίων Ιωσήφ και άλλοι τοπικοί επίσκοποι, αντικαταστάθηκαν από Βουλγάρους που ήταν και σύμμαχοι του «άξονα». Το καθεστώς δε αυτό παρέμεινε και μετά το 1944, όταν απελευθερώθηκε η περιοχή από τους Γερμανούς και περιήλθε στην κυριαρχία της Γιουγκοσλαβίας, δηλαδή της Ομόσπονδης, τότε Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας. Η διαφορά επήλθε με την αντικατάσταση των βουλγάρων ιεραρχών από σκοπιανούς - σλαβομακεδόνες, οι οποίοι όμως απαίτησαν την αυτονομία τους από την Εκκλησία (Πατριαρχείο) της Σερβίας.
Τον Μάρτιο του 1945, με τη συμμετοχή 300 κληρικών και λαϊκών, συνήλθε κληρικολαϊκή συνέλευση. Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του ψηφίσματος που εκδόθηκε, αποφασίστηκε να ιδρυθεί Αρχιεπισκοπή Αχρίδος, ως «Μακεδονική» (sic) αυτόνομη Εκκλησία, η οποία δεν θα είναι υποταγμένη σε καμία τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Εκκλησία θα έχει εθνικούς επισκόπους και εθνικό κλήρο, οι οποίοι θα διαφυλάξουν την «ιδιαιτερότητα του “μακεδονικού λαού” να παραμείνει στη δική του Εκκλησία». Η απόφαση αυτή της πραξικοπηματικής αυτοαναγορεύσεως της Εκκλησίας των Σκοπίων, ως αυτόνομης «Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας», ολοκληρώθηκε το 1958, με την εκλογή ως επικεφαλής μητροπολίτη της του μέχρι τότε Επισκόπου Τόπλιτσας του σερβικού Πατριαρχείου Δοσιθέου.
TO ΣΧΙΣΜΑ ΤΟΥ 1967
Το Πατριαρχείο της Σερβίας δεν αποδέχθηκε τις αποσχιστικές αυτές κινήσεις. Τις κατεδίκασε μεν, αλλά υπό την πίεση του κομμουνιστικού καθεστώτος υποχρεώθηκε να ενδώσει και μεταξύ των ετών 1958 και 1967 παρεχώρησε την αυτονομία σε αυτή την περιοχή. Ο τότε πατριάρχης Σερβίας Γερμανός μετέβη στα Σκόπια και τον Ιούλιο του 1959 χειροτόνησε τον Πρεσπών και Βιτωλίων Κλήμεντα. Στη συνέχεια οι Δοσίθεος και Κλήμης χειροτόνησαν τον Ζλετόβου και Στρωμνίτσης Ναούμ. Ετσι η σχέση κανονικής ενότητος της «Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας» με το σερβικό Πατριαρχείο - έστω σε ατμόσφαιρα αμοιβαίας καχυποψίας - διατηρήθηκε μέχρι το 1967, χρονιά κατά την οποία η «Μακεδονική Εκκλησία» απαίτησε την αυτοκεφαλία της έχοντας, φυσικά, σύμμαχό της σε τούτη την επιδίωξή της το κομμουνιστικό καθεστώς του Τίτο. Ο στρατάρχης Τίτο, εξ ορισμού άθεος, στα πλαίσια της γενικότερης προσπάθειας για διαμόρφωση μιας τοπικής εθνικής φυσιογνωμίας έδωσε ξέχωρη σημασία στην ανεξαρτησία της τοπικής «μακεδονικής» Εκκλησίας, την οποία ο ίδιος υποκίνησε και προσπάθησε να επιβάλλει για λόγους πολιτικής ωφελείας.
Η σκοπιανή - σλαβομακεδονική εκκλησιαστική ηγεσία υπηρετώντας τότε τα ευρύτερα πολιτικά σχέδια της τοπικής πολιτικής ηγεσίας για δημιουργία "μακεδονικού κράτους" το 1967 ανεκήρυξε de facto την πλήρη ανεξαρτησία της από τη σερβική Εκκλησία, υπηρετώντας ουσιαστικά πολιτικές επιδιώξεις. Γινόταν έτσι από τότε φανερό ότι το «μακεδονικό» εκκλησιαστικό πρόβλημα, δεν ήταν εκκλησιαστικό, αλλά - και εξ υπαρχής – πολιτικό. Η σερβική Εκκλησία, μη αποδεχομένη την ως άνω εδαφική και πνευματική συρρίκνωσή της, κήρυξε το έτος 1968 την αυτοαποκαλουμένη ως «Μακεδονική» Εκκλησία των Σκοπίων σχισματική, δηλ. την απέκοψε από την σχέση (ιερο-) κανονικής ενότητας με την ίδια και τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, όχι επειδή ήταν (που δεν ήταν - και δεν είναι) αιρετική ως προς το ορθόδοξο δόγμα, αλλά επειδή παρεξέκλινε από βασικές εκκλησιολογικές αρχές και διοικητικούς ιερούς κανόνες. Την πράξη αυτή ανεγνώρισαν στη συνέχεια και οι υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Εκτοτε η Εκκλησία των Σκοπίων θεωρείται σχισματική απ’ όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, ενώ ούτε σε διορθόδοξους, ή διαχριστιανικούς οργανισμούς (π.χ. Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, κ.α.) γίνεται δεκτή.
Μετά τη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και την ανεξαρτητοποίηση των Σκοπίων η εκκλησιαστική ηγεσία του νεοσύστατου κράτους της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ / FYROM) άρχισε να διεκδικεί την αναγνώρισή της από τις άλλες Oρθόδοξες Eκκλησίες. Από το 1998 διάφορες πιέσεις άρχισαν να ασκούνται προς το Πατριαρχείο Σερβίας και κυρίως προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το 2000 άρχισε και επισήμως ο διμερής διάλογος με το Πατριαρχείο Σερβίας, από το οποίο είχαν αποσχισθεί.
ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΕΠΑΝΕΝΩΣΕΩΣ
Η εμμονή τους, όμως, στη διεκδίκηση της αυτοκεφαλίας οδήγησε στη ρήξη και τον Ιανουάριο του 2001 σταμάτησε κάθε προσπάθεια διαπραγματεύσεως. Νέα απόπειρα προσεγγίσεως έλαβε χώρα τον Μάϊο του 2002, οπότε εκπρόσωποι των δύο πλευρών συναντήθηκαν στο Νις της Σερβίας και υπέγραψαν προσχέδιο συμφωνίας η Εκκλησία των Σκοπίων να ονομάζεται «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος - Σκοπίων» (χωρίς, φυσικά, «μακεδονική» και τα τοιαύτα…) και να της δοθεί ευρεία αυτονομία. Ο Αρχιεπίσκοπος των Σκοπίων (και επικεφαλής της σχισματικής «Μακεδονικής Εκκλησίας» ) Στέφανος εκείνες τις ημέρες αναφερόμενος στις διαφορές που υπάρχουν με το Βελιγράδι, με δηλώσεις του ότι «Η Σερβική Εκκλησία μάς δίνει πλήρη αυτονομία ενώ εμείς επιθυμούμε το αυτοκέφαλο. Είναι απαραίτητο να συνεργαστούμε όλοι για να μπορούμε μέσα από την αγάπη να δείξουμε ότι είμαστε μαθητές του Χριστού» («Βήμα», 19/5/2002, σελ. 2), άφηνε ανοικτό παράθυρο στην ελπίδα για επανένωση, ωστόσο και αυτή η διαβούλευση, η οποία φάνηκε ότι θα μπορούσε να δώσει λύση στο υφιστάμενο πρόβλημα, οδηγήθηκε σε ναυάγιο. Οι διαπραγματεύσεις με τη σερβική πλευρά δεν καρποφόρησαν διότι οι εκπρόσωποι της σκοπιανής πλευράς πίσω από το πρόσχημα της αποκαταστάσεως των σχέσεων με τη σερβική Εκκλησία και την αυτονομία που επισήμως ζητούσαν και ζητούν έκρυβαν και κρύβουν πάντα την πρόθεσή τους να ζητήσουν πλήρες αυτοκέφαλο και μάλιστα με την ονομασία «Εκκλησία της Μακεδονίας». Έτσι, ύστερα από έντονες πιέσεις των εθνικιστικών κύκλων της ΠΓΔΜ, τον Ιούλιο του 2002 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας των Σκοπίων απέρριψε το προσχέδιο συμφωνίας που είχαν υπογράψει ένα μόλις μήνα πριν οι εκπρόσωποί της στο Νις. Ενας, όμως, από τους Μητροπολίτες αυτής της Εκκλησίας, ο Βελεσών και Παραβαρδαρίου Ιωάννης, επανέφερε τη Μητρόπολή του στους κόλπους της μητρός Εκκλησίας της Σερβίας και η μεν σχισματική Εκκλησία τον καθαίρεσε, η δε Σερβία τον όρισε έξαρχό της στα Σκόπια. Ακολούθησαν αλλεπάλληλες φυλακίσεις του μητροπολίτου Ιωάννη στις φυλακές Ιντρίζοβο των Σκοπίων. Τελικά, το Πατριαρχείο της Σερβίας όρισε τον Βελεσών και Παραβαρδαρίου Ιωάννη ως τοποτηρητή Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος και Μητροπολίτη Σκοπίων (τίτλο στον οποίο ανυψώθηκε κανονικά το 2005, χειροτονηθείς υπό του Πατριάρχου Παύλου) και του χειροτόνησε το 2003 άλλους δύο επισκόπους, ούτως ώστε να συγκροτούν Ιερά Σύνοδο και συγκεκριμένα τους Πολόγου και Κουμανόβου Ιωακείμ και Μπρεγκαλνίτσης Μάρκο (και τοποτηρητή και της Επισκοπής Μοναστηρίου). Από το 2007 τους εν ενεργεία αυτούς αρχιερείς πλαισιώνει ο εκλεγείς ως τιτουλάριος Επίσκοπος Στοβίου Δαυϊδ, ο οποίος έχει ορισθεί και τοποτηρητής της Επισκοπής Στρωμνίτσης. Σήμερα ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης (ο οποίος επισκέπτεται συχνά την Ελλάδα, διατηρεί επαφές με τον Αρχιεπίσκοπο κ. Ιερώνυμο, τους Μητροπολίτες Λαρίσης κ. Ιγνάτιο, Ναυπάκτου κ. Ιερόθεο, Φθιώτιδος κ. Νικόλαο και άλλους αρχιερείς της ελλαδικής Εκκλησίας και ομιλεί άριστα ελληνικά, καθώς είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης) και οι τρεις επίσκοποί του, προσπαθώντας να ασκήσουν τα ποιμαντικά τους καθήκοντα, όχι μόνο εμποδίζονται, αλλά συχνά – πυκνά οδηγούνται στις φυλακές με τις απίθανες κατηγορίες για «διατάραξη θρησκευτικής ειρήνης», «διέγερση σε απείθεια», «αναζωπύρωση θρησκευτικού και εθνικού μίσους» (!), κλπ., γεγονός που καθιστά μέχρι και σήμερα σχεδόν αδύνατη την άσκηση του λειτουργήματός τους
Αυτή είναι η ιστορία των τελευταίων 70 χρόνων για την Εκκλησία των Σκοπίων. Υπεύθυνοι για τη σχισματική κατάσταση στην οποία περιήλθε είναι αυτοί που την διοίκησαν και συνεχίζουν να την διοικούν παραβιάζοντας ασυστόλως την κανονική τάξη και ενεργώντας contra στην ορθόδοξη εκκλησιολογία και τους κανόνες που θέσπισαν Οικουμενικές Σύνοδοι - κι’ όλα αυτά στο βωμό των πολιτικών επιδιώξεων για τη δημιουργία «μακεδονικής» εθνότητας.
Η ΛΥΣΗ
Οφείλουν, όμως, εν προκειμένω οι περί τα εκκλησιαστικά ιθύνοντες των Σκοπίων να αντιληφθούν, ότι όσο δεν δέχονται την πραγματική τους καταγωγή - την οποία έλκουν από τους κατελθόντες στη Μακεδονία κατά τον 6ο αιώνα «σκλαβήνους» (= σλάβους), τους οποίους μνημονεύουν βυζαντινοί και λατίνοι συγγραφείς (βλ. το υπό τον τίτλο «Είναι Σλάβοι, όχι Μακεδόνες» άρθρο μας στην «Ε», στις 15 Ιουλίου 2007, σελ. 12) - και όσο αρνούνται την επιστημονικά προσδιορισμένη φυλετική τους ταυτότητα (τη σλαβική, για την οποία θα’ πρεπε να αισθάνονται περήφανοι) και εμφανίζονται με μακεδονικό εκκλησιαστικό προσωπείο, ματαιοπονούν (ή ζούν με χίμαιρες, επιδιώκοντας την επάνοδό τους σε κανονικό status μέσω της υπαγωγής τους στη βουλγαρική Εκκλησία αναγνωρίζοντας αυτήν – αντί της σερβικής – ως «Μητέρα Εκκλησία», όπως έπραξαν, όλως αντικανονικώς, τον περασμένο Νοέμβριο).
Η μόνη λύση είναι ν΄ αποδεχθούν την ονομασία της εκκλησιαστικής τους επαρχίας ως «Aρχιεπισκοπής Αχρίδος – Σκοπίων», όπως το έχει προτείνει απ΄ το 2001 το Πατριαρχείο Σερβίας. Γιατί η φυλετική τους ταυτότητα είναι σλαβική και τ΄ όνομα Μακεδονία ιστορικά και εκκλησιαστικά ανήκει στους πραγματικούς μακεδόνες: τους Ελληνες.
Από τον Χάρη Ανδρεόπουλου*
* O Xάρης Ανδρεόπουλος είναι καθηγητής Θρησκευτικών (ΠΕ01) στη Β'/βάθμια Εκπαίδευση, δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr)