Πρόκειται για την πρώτη μελέτη που εντοπίζει ανεξάρτητη σχέση μεταξύ της χρήσης της παρακεταμόλης στην εγκυμοσύνη και συμπτωμάτων του αυτιστικού φάσματος στα παιδιά. Επίσης, είναι η πρώτη φορά που εντοπίζονται διαφορετικές επιπτώσεις σε αγόρια και κορίτσια. Συγκεκριμένα, σε σύγκριση με τα παιδιά που δεν είχαν εκτεθεί στην παρακεταμόλη κατά την ενδομήτρια ζωή, η έκθεση συνεπαγόταν αύξηση 30% του κινδύνου για ορισμένες λειτουργίες της προσοχής και επίσης αύξηση σε δύο κλινικά συμπτώματα του αυτιστικού φάσματος στα αγόρια.
Οι επιστήμονες του ερευνητικού κέντρου CREAL στην Βαρκελώνη, με επικεφαλής την Δρ Κλαούντια Αβεγια-Γκαρσια, μελέτησαν 2.644 ζευγάρια μητέρας-παιδιού, για τα οποία υπήρχαν αναλυτικά στοιχεία από την περίοδο της κύησης. Το 88% των παιδιών εξετάστηκαν σε ηλικία ενός έτους και το 79,9% σε ηλικία πέντε ετών. Οι μητέρες ερωτήθηκαν για την χρήση παρακεταμόλης κατά την κύηση και η συχνότητα της χρήσης κατηγοριοποιήθηκε σε «ανύπαρκτη», «σποραδική» και «επίμονη». Ωστόσο, δεν υπήρχαν στοιχεία για τις δοσολογίες, καθώς οι μητέρες δεν μπόρεσαν να θυμηθούν με ακρίβεια.
Το 43% των παιδιών που αξιολογήθηκαν σε ηλικία 12 μηνών και το 41% εκείνων που εξετάστηκαν όταν ήταν πέντε ετών, είχαν εκτεθεί σε παρακεταμόλη σε κάποια φάση κατά τη διάρκεια των πρώτων 32 εβδομάδων της εγκυμοσύνης. Όταν αξιολογήθηκαν σε ηλικία πέντε ετών, τα παιδιά που είχαν εκτεθεί στην παρακεταμόλη αντιμετώπιζαν μεγαλύτερο κίνδυνο υπερδραστηριότητας ή συμπτωμάτων παρορμητικότητας. Η επίμονη έκθεση στην παρακεταμόλη είχε ως αποτέλεσμα χειρότερη επίδοση στα τεστ μέτρησης της παρορμητικότητας, της απροσεξίας και της οπτικής ταχύτητας.
«Επίσης, τα αγόρια είχαν περισσότερα συμπτώματα του αυτιστικού φάσματος όταν είχαν εκτεθεί διαρκώς στην παρακεταμόλη» εξηγεί η Δρ Αβεγια-Γκαρσία υπογραμμίζοντας ότι κατέγραψαν συμπτώματα και όχι διαγνώσεις. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η αύξηση στον αριθμό των συμπτωμάτων μπορεί να επηρεάσει το παιδί ακόμα και όταν αυτά δεν είναι αρκετά για να τεθεί μια κλινική διάγνωση.
Ο Δρ Ζορδι Ζουλβεζ, που επίσης συμμετείχε στην επιστημονική ομάδα συμπληρώνει ότι «η παρακεταμόλη μπορεί επιδρά αρντητικά στη νευρολογική ανάπτυξη του ατόμου με πολλούς τρόπους. Επειδή ανακουφίζει τον πόνο επιδρώντας τους υποδοχείς κανναβινοειδών του εγκεφάλου, οι οποίοι καθορίζουν την ωρίμανση των νευρώνων και την διασύνδεση μεταξύ τους, η παρακεταμόλη μπορεί να τροποποιήσει αυτές τις διαδικασίες. Επίσης, μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη του ανοσοποιητικού συστήματος ή να είναι τοξική για έμβρυα που δεν έχουν την ίδια ικανότητα με έναν ενήλικα να μεταβολίσουν την ουσία ή να προκαλεί οξειδωτικό στρες».
Επιπλέον, ίσως ο άρρεν εγκέφαλος να είναι πιο ευάλωτος στις αρνητικές επιδράσεις της παρακεταμόλης κατά την εμβρυική ζωή, γεγονός που εξηγεί τη διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα ως προς τα συμπτώματα του αυτιστικού φάσματος.
Εν κατακλείδι η μελέτη αναφέρει ότι η διευρυμένη έκθεση των παιδιών στην παρακεταμόλη κατά την ενδομήτρια ζωή μπορεί να αυξάνει τον αριθμό των παιδιών με σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας ή συμπτώματα του φάσματος του αυτισμού. Ωστόσο, η έρευνα θα πρέπει να συνεχιστεί ως προς τον ακριβή καθορισμό της δοσολογίας που είναι επιβαρυντική για το έμβρυο.
Πηγή: in.gr