σε ένα έγκλημα που είχε σοκάρει την κοινωνία των Φαρσάλων και είχε απασχολήσει το πανελλήνιο. Η 26χρονη τότε Μαριάννα, που είχε ζήσει μια δύσκολη ζωή ως εκείνη τη στιγμή, είχε ένα φρικιαστικό φινάλε, καθώς ο κατηγορούμενος, όπως αποδείχθηκε από τη διαδικασία, την ανάγκασε αρχικά να πιει πετρέλαιο και εν συνέχεια την περιέλουσε και την έκαψε ζωντανή. Ο δράστης ήταν ο άνθρωπος που την είχε υπό την «προστασία» του αρκετά χρόνια και θεωρητικά τη «φρόντιζε», διατηρώντας όμως παράλληλα ερωτικές σχέσεις. Όταν όμως αυτή αρραβωνιάστηκε και τέθηκε ζήτημα να ξενιτευτεί μαζί με τον νέο της σύντροφο τότε τα πράγματα πήραν άλλη τροπή.
Ο ηλικιωμένος αρνήθηκε τις κατηγορίες τονίζοντας πως πάντα νοιαζόταν γι’ αυτήν και πως την είχε σαν κόρη του. Ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν έπεισε το δικαστήριο που αποφάσισε ομόφωνα την ενοχή του για την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΦΡΙΚΗΣ
Η Μαριάννα Μυγδανάλευρου ήταν κόρη ιερέα, ο οποίος δεν ενδιαφερόταν για την οικογένειά του και μάλιστα είχε άσχημη συμπεριφορά, σύμφωνα με τα όσα αποδείχθηκαν στο Μ.Ο. Δικαστήριο. Όταν η Μαριάννα ήταν μόλις 14 ετών ο ιερέας τους εγκατέλειψε. Φεύγει και κανείς δε μπορεί να πει με βεβαιότητα πού βρίσκεται πια. Τη φροντίδα αναλαμβάνει ο παππούς της.
Η μικρή Μαριάννα πριν ακόμη ενηλικιωθεί αρχίζει να δουλεύει σε τσιπουράδικο, εκεί που συχνάζει και ο μετέπειτα δολοφόνος της (σύμφωνα πάντα με το δικαστήριο), ο οποίος τότε ήταν σε ηλικία 61 ετών. Εκείνος της δείχνει πως ενδιαφέρεται γι’ αυτήν και αυτή με τη σειρά της γοητεύεται. Αποφασίζει να μείνει μαζί του, σε σπίτι όπου αρχικά διέμενε και ο αδερφός του κατηγορουμένου.
Οι δυο τους συνάπτουν ερωτικές σχέσεις που διατηρούν για τρία περίπου χρόνια. Η Μαριάννα αποδείχθηκε πως αναπτύσσει μια συμπλεγματική εξάρτηση από αυτόν η οποία ήταν οικονομικής και συναισθηματικής φύσεως. Όταν γίνεται 20 ετών και ενώ δουλεύει σε άλλο μαγαζί, γνωρίζει έναν 36χρονο. Δύο μήνες μετά τη γνωριμία τους αποφασίζουν να συζήσουν στο πατρικό σπίτι του άνδρα. Μετά αποφασίζουν να αρραβωνιαστούν, ενώ ο δολοφόνος μετακομίζει σε κοντινό σπίτι. Μάλιστα όσο καιρό ήταν αρραβωνιασμένοι η Μαριάννα και ο δολοφόνος της συνέχισαν –σύμφωνα με το δικαστήριο- να έχουν ερωτικές σχέσεις. Ο τελευταίος δε συνέδραμε και οικονομικά ό,τι μπορούσε.
ΤΟ ΝΤΟΥΜΠΑΪ ΚΑΙ ΤΟ ΜΠΙΤΟΝΙ
Στις αρχές του 2011 όμως αλλάζουν όλα όταν ο 36χρονος αρραβωνιαστικός ανακοινώνει πως θα φύγουν για το Ντουμπάι για να βρούνε δουλειά. Ήθελε να κάνουν μια καινούρια αρχή. Στις 2 Φεβρουαρίου η μοιραία μέρα. Σύμφωνα με το δικαστήριο ο κατηγορούμενος μετά την εργασία του, το απόγευμα πήγε στο σπίτι του ζευγαριού απ’ όπου απουσίαζε ο αρραβωνιαστικός, ο οποίος είχε συλληφθεί διότι εκκρεμούσε σε βάρος του καταδικαστική απόφαση και είχε οδηγηθεί στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας. Ο 69χρονος –τότε- αφού χτύπησε την 26χρονη Μαριάννα την αναγκάζει να πιει ποσότητα πετρελαίου 75 περίπου γραμμαρίων. Στη συνέχεια παίρνει ένα μπιτόνι πετρελαίου που βρισκόταν μέσα στο σπίτι, το οποίο το ζευγάρι χρησιμοποιούσε για τη σόμπα, περιέβρεξε την κοπέλα και την έβαλε φωτιά. Αυτό γίνεται στο διπλό κρεβάτι εκεί όπου βρέθηκε η πρώτη εστία. Η Μαριάννα προσπαθεί να ξεφύγει και πέφτει με δύναμη στον καναπέ του χολ εκεί όπου βρέθηκε η δεύτερη εστία φωτιάς. Όμως δεν έχει πια άλλες δυνάμεις. Εκεί έμεινε νεκρή.
Ο ηλικιωμένος βγαίνει από το σπίτι και πάει στην αποθήκη όπου γνώριζε ότι το ζευγάρι τοποθετούσε το μπιτόνι και το αφήνει. Μόνο όμως που αυτό το μπιτόνι «τον έκαψε»: είχε εμφανή εναπόθεση αιθάλης πάνω του, ενώ το καπάκι του βρέθηκε στο τραπέζι της κρεβατοκάμαρας.
Ο δολοφόνος γυρίζει σπίτι του. Γύρω στις 12.30 το βράδυ ο αρραβωνιαστικός επιστρέφει σπίτι, σύμφωνα με το δικαστήριο. Μπαίνει μέσα, ενώ η φωτιά έχει σβήσει. Δεν υπάρχει φωτισμός και με τον αναπτήρα του βλέπει ό,τι είδε. Τρέχει στο σπίτι του ηλικιωμένου και τον ενημερώνει. Μαζί γυρίζουν στο σπίτι του ζευγαριού, ενώ αμέσως μετά ο δράστης επιστρέφει σπίτι του όπου και αλλάζει ρούχα. Ένα σημείο-«κλειδί» της υπόθεσης, καθώς στην έρευνα που ακολούθησε στο σπίτι του κατηγορουμένου, βρέθηκαν τα εν λόγω ρούχα που είχαν ίχνη πετρελαίου. Το παντελόνι είχε μικρές οπές και ίχνη καύσης, ενώ τα παπούτσια του είχαν στα πέλματά τους σημάδια αλλοίωσης λόγω της καύσης.
«ΗΤΑΝ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΜΟΥ»
Ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της απολογίας του, αρνήθηκε τις κατηγορίες και ισχυρίστηκε πως αυτά ήταν τα ρούχα που φορούσε στην εργασία του και γι’ αυτό είχαν ίχνη καύσης. «Όταν ήρθε ο αρραβωνιαστικός της ήταν 12.09. Βγήκα με τα ρούχα που κοιμόμουν. Εγώ βγήκα με τις πυτζάμες και πήγα εκεί. Εγώ πήρα τηλέφωνο το 100. Επειδή θα καθόμασταν όλη νύχτα εκεί, επέστρεψα σπίτι για να αλλάξω ρούχα γιατί ήμουν με τις σαγιονάρες και με τις πυτζάμες. Θα μας έπαιρνε όλη νύχτα. Άλλαξα και έβαλα αυτά της δουλειάς. Αυτά είναι καμένα γιατί τα φοράω στη δουλειά που χρησιμοποιώ σπούντικ και βγάζουν σπινθήρες και χρησιμοποιώ ηλεκτροσυγκόλληση».
Για την υπόθεση κατέθεσαν μεταξύ άλλων συγγενείς της κοπέλας, όπως και ο αρραβωνιαστικός της.
ΚΩΣΤΑΣ ΓΚΙΑΣΤΑΣ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ «Ε»
Η εξαφάνιση του ιερέα και η κατάθεση του αρραβωνιαστικού
Στην αυριανή έντυπη έκδοση της Κυριακάτικης «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ» λεπτομέρειες του στυγερού αυτού εγκλήματος. Ο πατέρας της άτυχης κοπέλας που ήταν ιερέας και η εξαφάνισή του που απασχόλησε την εκπομπή της Αγγελικής Νικολούλη. Η εξιχνίαση του εγκλήματος και η κατάθεση του αρραβωνιαστικού της Μαριάννας στο δικαστήριο.